ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΙΣΧΥΟΝΤΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΑΛΛΩΝ ΚΡΑΤΩΝ

   Το ισχύον Σύνταγμα στο άρ. 87 παρ.1 ορίζει ότι «η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία.» Ως «λειτουργική ανεξαρτησία» των δικαστών νοείται το αναφερόμενο στην παρ.2 άρ.87 , ήτοι ότι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους «υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.», ενώ ως «προσωπική ανεξαρτησία» νοείται η ισοβιότητα των δικαστών (άρ.88 του Συντάγματος).

     Αλλά είναι προφανές  ότι για να κατοχυρωθεί συνταγματικά η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης απαιτούνται πολύ περισσότερα εχέγγυα από την πρόβλεψη περί ισοβιότητος των δικαστών και την διακήρυξη ότι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο σύνταγμα και τους νόμους. Συγκεκριμένα ,απαιτείται (1) η πλήρης διάκριση της δικαστικής από τις άλλες δύο εξουσίες (νομοθετική και εκτελεστική), (2) η καθιέρωση αντικειμενικού και αδιάβλητου συστήματος υπηρεσιακών μεταβολών του δικαστή (προαγωγές, μεταθέσεις, αποσπάσεις, μετατάξεις, τοποθετήσεις) και (3) δίκαιο και άνευ παρεμβάσεων σύστημα πειθαρχικού ελέγχου των δικαστών.
      Όσον αφορά το ζητούμενο της πλήρους διάκρισης της δικαστικής από τις λοιπές εξουσίες, το ισχύον Σύνταγμα, σε αντίθεση με τα συντάγματα άλλων κρατών (Ελβετία, Ισπανία, Βέλγιο , Τσεχία Πολωνία, ΗΠΑ) τα οποία καθιερώνουν πλήρες ασυμβίβαστο της θέσης του δικαστικού λειτουργού με οποιαδήποτε άλλη δημόσια θέση, ορίζει μεν ως κανόνα ότι οι δικαστικοί λειτουργοί απαγορεύεται να παρέχουν άλλη μισθωτή υπηρεσία ή να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα (άρ.89 παρ.1), στην συνέχεια όμως προβλέπει ευρύτατες εξαιρέσεις, οι οποίες εγκυμονούν κινδύνους διαπλοκής, χαριστικών τοποθετήσεων  και συναλλαγής διότι επιτρέπει την συμμετοχή των δικαστών σε συμβούλια ή επιτροπές νομοπαρασκευαστικού, πειθαρχικού, ελεγκτικού, ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα (άρ.87 παρ.2), καθώς την ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς καθηκόντων εκπροσώπησης της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς (άρ.87 παρ.3). 
    Αλλά και σε ό,τι αφορά  τις υπηρεσιακές μεταβολές, είναι μεγάλες οι διαφορές του ελληνικού Συντάγματος με το δίκαιο άλλων ευρωπαϊκών κρατών, δεδομένου ότι πολλές εξ αυτών ( Πολωνία, Δανία, Βέλγιο, Γαλλία, Τσεχία) έχουν θεσμοθετήσει το αμετάθετο των δικαστών προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε άσκηση πίεσης σε βάρος τους, ενώ και στο γερμανικό Σύνταγμα προβλέπεται ότι η μετάθεση διενεργείται μόνο με δικαστική απόφαση (άρ.97). Απεναντίας το ελληνικό Σύνταγμα  δεν παρέχει κανένα εχέγγυο, όχι μόνο για τις μεταθέσεις , αποσπάσεις κλπ. , αλλά ούτε και για τις προαγωγές των δικαστών, αφού δεν ορίζει με σαφήνεια τα κριτήρια των προαγωγών, μεταθέσεων κλπ. των δικαστικών λειτουργών, παρέχοντας έτσι μεγάλα περιθώρια αυθαιρεσίας. Επιπλέον, ακόμη μεγαλύτερες είναι οι διαφορές  όσον αφορά την επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης, δεδομένου ότι η χώρα μας είναι ένα από τα ελάχιστα κράτη της Ευρώπης και του πολιτισμένου κόσμου όπου η ηγεσία της δικαιοσύνης, ήτοι του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του Προεδρείου των Ανωτάτων δικαστηρίων, επιλέγεται από το υπουργικό συμβούλιο (άρ.90 παρ.5). Θα πρέπει να τονιστεί ότι η συγκεκριμένη διάταξη αποτελεί μνημείο ευθείας χειραγώγησης της δικαστικής εξουσίας από την κυβέρνηση., δεδομένου ότι σε άλλες χώρες η ηγεσία της δικαιοσύνης επιλέγεται είτε από το ίδιο το δικαστικό σώμα (λ.χ. στο Λουξεμβούργο – άρ.90 του Συντάγματος, , στο Βέλγιο – άρ.99, στην Δανία ή στην Ρουμανία-άρ.25 του Συντάγματος), είτε μέσω κοινοβουλίου (όπως προβλέπεται στο ελβετικό Σύνταγμα, αρ.107 και στο Ολλανδικό Σύνταγμα , αρ.118), είτε από τον Πρόεδρο της δημοκρατίας (Φινλανδία) είτε με μικτά συστήματα όπως της Ισπανίας- άρ.123, όπου αποφασίζει  με πλειοψηφία 3/5 το γενικό συμβούλιο Δικαστικής Εξουσίας (αποτελούμενο κατά πλειονότητα από δικαστές), της Ιταλίας – άρ.104, όπου οι προαγωγές , μεταθέσεις κλπ. διενεργούνται από ανώτατο δικαστικό συμβούλιο, τα μέλη του οποίου διορίζονται κατά τα 2/3 από τους δικαστές και κατά ½ από το κοινοβούλιο, της Γερμανίας – άρ.95 με σύμπραξη ομοσπονδιακού υπουργού και επιτροπής της βουλής και των ομόσπονδων κρατών και των ΗΠΑ όπου οι δικαστές των Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου εκλέγονται με κοινή συμφωνία Προέδρου και Κογκρέσου με πλειοψηφία 2/3. Ιδιαίτερο παράδειγμα αποτελεί εξάλλου αυτό της Ιαπωνίας, σύμφωνα με το Σύνταγμα της οποίας οι δικαστές και ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου διορίζονται από την κυβέρνηση αλλά ο διορισμός τους τίθεται υπό την κρίση των πολιτών στις επερχόμενες εκλογές.   
      Εξάλλου και όσον αφορά το πειθαρχικό δίκαιο των δικαστών, δυνατότητα ευθείας παρέμβασης, ελέγχου και άσκησης πίεσης προς τους δικαστές εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας παρέχει η διάταξη της παρ.1 άρ. 91 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία την πειθαρχική δίωξη κατά των ανωτάτων δικαστών εγείρει ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ενώ δεν προσδιορίζονται επαρκώς τα πειθαρχικά αδικήματα που οδηγούν στην οριστική παύση των δικαστών.
      Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι απαιτείται ριζική συνταγματική αλλαγή ώστε να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης: Επ’ αυτού προτείνεται:
1.             Κατάργηση της δυνατότητα συμμετοχής των δικαστών σε νομοπαρασκευαστικές ή άλλες επιτροπές μη δικαιοδοτικού χαρακτήρα.
2.             Κατάργηση της διάταξης που προβλέπει διορισμό της ηγεσίας της δικαιοσύνης από την κυβέρνηση και καθιέρωση της  επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης με κλήρωση μεταξύ των ανωτάτων δικαστών.
3.             Πρόβλεψη στο σύνταγμα ότι οι προαγωγές θα διενεργούνται με αντικειμενικό σύστημα (μόρια) της λεπτομέρειες του οποίου θα ορίζει ο νόμος (λ.χ. θα προσμετράται η ταχύτητα έκδοσης αποφάσεων, ο αριθμός αποφάσεων που δεν ακυρώθηκαν, η έλλειψη πειθαρχικών παραπτωμάτων κλπ.)
4.             Καθιέρωση του αμετάθετου των δικαστών εκτός εάν συναινούν οι ίδιοι ή έχουν υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα.
5.             Θεσμοθέτηση Συνταγματικού Δικαστηρίου με συμμετοχή και μη δικαστών, τα μέλη του οποίου θα διορίζονται με ευρύτερη συναίνεση κατά τα πρότυπα της Ιταλίας (15μελές τα μέλη του οποίου διορίζονται κατά 1/3 από τον Πρόεδρο της δημοκρατίας, 1/3 από το κοινοβούλιο και 1/3 από τους δικαστές), ή της Γερμανίας (15μελές, ½ από την Ομοσπονδιακή Βουλή και ½ από το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο), ώστε να διαθέτει αυξημένο κύρος.
6.             Ενίσχυση του θεσμού των ενόρκων με καθιέρωση αμιγών ορκωτών δικαστηρίων για να δικάζουν αδικήματα των δικαστών, αποζημίωση των ενόρκων και κλήρωση για την ανάδειξή τους μεταξύ των πολιτών.
7.             Κατάργηση της διάταξης που προβλέπει ότι ο υπουργός δικαιοσύνης ασκεί την πειθαρχική δίωξη κατά των ανώτατων δικαστών.
8.             Καθιέρωση δικαστικής αστυνομίας απευθείας υπαγόμενης στην δικαστική εξουσία κατά το πρότυπο της Ιταλίας και της Ισπανίας.

                                                    Πηγή: Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα www.neosyntagma.net.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΣΑΝΙΔΑ ΤΟΥ ΚΑΡΝΕΑΔΟΥ

Οι παράγοντες που διαμόρφωσαν την πολιτειακή οργάνωση και τα Συντάγματα ...

ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΗΣ 21ΗΣ ΜΑΪΟΥ 2023